ανασυρτός

ανασυρτός
-ή, -ό
1. αυτός που σύρεται με ελαφριά ανύψωση ενός τμήματός του
2. ο ανασερνάμενος, αυτός που βαδίζει με δυσκολία, σαν να σέρνεται
3. το ουδ. ως ουσ. το ανασυρτό
αγγείο για την άντληση του νερού ή η αρπάγη που χρησιμεύει για να ανασυρθεί ο κάδος όταν έχει πέσει στο πηγάδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανάσυρτος — ανάσυρτος, η, ο και ανασυρτός, ή, ό επίρρ. α και ά 1. αυτός που σύρθηκε ελαφρά προς τα έξω ή προς τα πάνω: Είχε τη φούστα της ανασυρτή για να φαίνονται τα καλλίγραμμα πόδια της. 2. (για φίδι), αυτός που σέρνεται όρθιος: Το φίδι ανασυρτό όλο και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”