- ανασυρτός
- -ή, -ό1. αυτός που σύρεται με ελαφριά ανύψωση ενός τμήματός του2. ο ανασερνάμενος, αυτός που βαδίζει με δυσκολία, σαν να σέρνεται3. το ουδ. ως ουσ. το ανασυρτόαγγείο για την άντληση του νερού ή η αρπάγη που χρησιμεύει για να ανασυρθεί ο κάδος όταν έχει πέσει στο πηγάδι.
Dictionary of Greek. 2013.